- μιλιταριστικός
- -ή, -ό [μιλιταριστής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μιλιταρισμό ή στον μιλιταριστή, στρατοκρατικός («μιλιταριστική νοοτροπία»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιλιταριστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο μιλιταρισμό ή το μιλιταριστή: Μιλιταριστικές απόψεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)